- φιληδονία
- ηη αγάπη των ηδονών, η ροπή προ τις σαρκικές ηδονές, η ηδυπάθεια, ο ηδονισμός, η λαγνεία, η ακολασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιληδονία — φιληδονίᾱ , φιληδονία fondness for pleasure fem nom/voc/acc dual φιληδονίᾱ , φιληδονία fondness for pleasure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονίᾳ — φιληδονίᾱͅ , φιληδονία fondness for pleasure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονία — η, ΝΜΑ [φιλήδονος] το να είναι κανείς φιλήδονος, η ροπή προς τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές … Dictionary of Greek
φιληδονίας — φιληδονίᾱς , φιληδονία fondness for pleasure fem acc pl φιληδονίᾱς , φιληδονία fondness for pleasure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονίαι — φιληδονίᾱͅ , φιληδονία fondness for pleasure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονίαν — φιληδονίᾱν , φιληδονία fondness for pleasure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονιῶν — φιληδονία fondness for pleasure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονίαις — φιληδονία fondness for pleasure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδονίην — φιληδονία fondness for pleasure fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… … Dictionary of Greek